- υδατομιγής
- ης, ες смешанный с водой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδατομιγής — ές, Ν αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. ασβεστο μιγής] … Dictionary of Greek
υδατόμικτος — η, ο / ὑδατόμ(ε)ικτος, ον, ΝΜ υδατομιγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + μ(ε)ικτος (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος] … Dictionary of Greek